Welcome to your chapel - Bienvenue à votre chapelle - Willkommen in eurer Kapelle - benvenuto alla vostra cappella -Tervetuloa Chapel - mirëpritur të kapelës tuaj - あなたの礼拝堂へようこそ - مرحبا بكم في مصلى الخاص - Sizin kilise hoşgeldiniz
Ακούστε ζωντανά τις ακολουθίες εδώ.
Listen to the services live, here.
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012
Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012
Να λέμε την αλήθεια στα παιδιά
Στο παιδί μου
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Μανόλης Αναγνωστάκης
De la Lettre à Diognète, Les chrétiens dans le monde
Les chrétiens dans le monde
"Les chrétiens ne se distinguent des autres hommes ni par le pays, ni par le langage, ni par les coutumes. Car ils n’habitent pas de villes qui leur soient propres, ils n’emploient pas quelque dialecte extraordinaire, leur genre de vie n’a rien de singulier. Leur doctrine n’a pas été découverte par l’imagination ou par les rêveries d’esprits inquiets; ils ne se font pas, comme tant d’autres, les champions d’une doctrine d’origine humaine.
Ils habitent les cités grecques et les cités barbares suivant le destin de chacun ; ils se conforment aux usages locaux pour les vêtements, la nourriture et le reste de l’existence, tout en manifestant les lois extraordinaires et vraiment paradoxales de leur manière de vivre. Ils résident chacun dans sa propre patrie, mais comme des étrangers domiciliés. Ils s’acquittent de tous leurs devoirs de citoyens, et supportent toutes les charges comme des étrangers. Toute terre étrangère leur est une patrie, et toute patrie leur est une terre étrangère. Ils se marient comme tout le monde, ils ont des enfants, mais ils n’abandonnent pas leurs nouveau-nés. Ils prennent place à une table commune, mais qui n’est pas une table ordinaire.
Ils sont dans la chair, mais ils ne vivent pas selon la chair. Ils passent leur vie sur la terre, mais ils sont citoyens du ciel. Ils obéissent aux lois établies, et leur manière de vivre est plus parfaite que les lois. Ils aiment tout le monde, et tout le monde les persécute. On ne les connaît pas, mais on les condamne ; on les tue et c’est ainsi qu’ils trouvent la vie. Ils sont pauvres et font beaucoup de riches. Ils manquent de tout et ils tout en abondance. On les méprise et, dans ce mépris, ils trouvent leur gloire. On les calomnie, et ils y trouvent leur justification. On les insulte, et ils bénissent. On les outrage, et ils honorent. Alors qu’ils font le bien, on les punit comme des malfaiteurs. Tandis qu’on les châtie, ils se réjouissent comme s’ils naissaient à la vie. Les Juifs leur font la guerre comme à des étrangers, et les Grecs les persécutent ; ceux qui les détestent ne peuvent pas dire la cause de leur hostilité.
En un mot, ce que l’âme est dans le corps, les chrétiens le sont dans le monde. L’âme est répandue dans membres du corps comme les chrétiens dans les cités du monde. L’âme habite dans le corps, et pourtant elle n’appartient pas au corps, comme les chrétiens habitent dans le monde, mais n’appartiennent pas au monde. L’âme invisible est retenue prisonnière dans le corps visible; ainsi les chrétiens : on les voit vivre dans le monde, mais le culte qu’ils rendent à Dieu demeure invisible. La chair déteste l’âme et lui fait la guerre, sans que celle-ci lui ai fait de tort, mais parce qu’elle l’empêche de jouir des plaisirs ; de même que le monde déteste les chrétiens, sans que ceux-ci lui aient fait de tort, mais parce qu’ils s’opposent à ses plaisirs.
L’âme aime cette chair qui la déteste, ainsi que ses membres, comme les chrétiens aiment ceux qui les déteste. L’âme est enfermée dans le corps, mais c’est elle qui maintient le corps; et les chrétiens sont comme détenus dans la prison du monde, mais c’est eux qui maintiennent le monde. L’âme immortelle campe dans une tente mortelle: ainsi les chrétiens campent-ils dans le monde corruptible, en attendant l’incorruptibilité du ciel. L’âme devient meilleure en se mortifiant par la faim et la soif; et les chrétiens, persécutés, se multiplient de jour en jour. Le poste que Dieu leur a fixé est si beau qu’il ne leur est pas permis de le déserter."
De la Lettre à Diognète, nn. 5-6 (Funk, 1, 317-321)
Epistle to Diognetus, The Manners of the Christians
Chapter V. — The manners of the Christians.
For the Christians are distinguished from other men neither by country, nor language, nor the customs which they observe. For they neither inhabit cities of their own, nor employ a peculiar form of speech, nor lead a life which is marked out by any singularity. The course of conduct which they follow has not been devised by any speculation or deliberation of inquisitive men; nor do they, like some, proclaim themselves the advocates of any merely human doctrines. But, inhabiting Greek as well as barbarian cities, according as the lot of each of them has determined, and following the customs of the natives in respect to clothing, food, and the rest of their ordinary conduct, they display to us their wonderful and confessedly striking [281] method of life. They dwell in their own countries, but simply as sojourners. As citizens, they share in all things with others, and yet endure all things as if foreigners. Every foreign land is to them as their native country, and every land of their birth as a land of strangers. They marry, as do all [others]; they beget children; but they do not destroy their offspring. [282] They have a common table, but not a common bed. [283] They are in the flesh, but they do not live after the flesh. [284] They pass their days on earth, but they are citizens of heaven. [285] They obey the prescribed laws, and at the same time surpass the laws by their lives. They love all men, and are persecuted by all. They are unknown and condemned; they are put to death, and restored to life. [286] They are poor, yet make many rich; [287] they are in lack of all things, and yet abound in all; they are dishonoured, and yet in their very dishonour are glorified. They are evil spoken of, and yet are justified; they are reviled, and bless; [288] they are insulted, and repay the insult with honour; they do good, yet are punished as evil-doers. When punished, they rejoice as if quickened into life; they are assailed by the Jews as foreigners, and are persecuted by the Greeks; yet those who hate them are unable to assign any reason for their hatred.
Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012
Θύρα 7 καὶ Θύρα τοῦ Μνημείου, Χρήστος Γιανναράς
Θύρα 7 καὶ Θύρα τοῦ Μνημείου
Ὄρθιο μαλλί,
κοκκαλωμένο, ξυρισμένοι κρόταφοι, μαῦρο
γυαλί, πρόσωπο δίχως βλέμμα. Μπουφὰν
κατάστιχτο μεταλλικὲς
αἰχμές, κολλητὸ παντελόνι. Τόπος συνάθροισης πάντοτε
κάποια θύρα. Θύρα 7, θύρα 9, θύρα 14. Ἡ
θύρα μυρίζει ἀχνιστὸ αἷμα,
ὅμως ἡ συνάθροιση ἐκεῖ
«καὶ τὰ μυαλὰ στὸ κάγκελο». Νὰ χτυπηθοῦν μὲ τὴ
μάζωξη μιᾶς ἄλλης θύρας, νὰ χτυπηθοῦν γιὰ τὸ
τίποτα – μόνο γιὰ νὰ δηλώσουν μὲ πράξη ὅτι κάθε θύρα ἀνοίγει στὸ κενό, εἶναι ἄνοιγμα στὸ τίποτα. Ἡ ὥρα
τοῦ ἀγώνα μυσταγωγία. Ἀδιάφοροι γιὰ τὸ
θέαμα – δὲν ἐνδιαφέρουν τὰ γκόλ, οὔτε περιμένουν νίκη. Κοπαδιαστά,
πιασμένοι ἀπὸ τοὺς ὤμους,
χοροπηδοῦν πάνω στὶς κερκίδες χορεύοντας τὴν ἀπόγνωση.
Ἡ καταστροφὴ παραμονεύει νὰ ξεχυθεῖ σὰν
πυρετὸς μέσα ἀπὸ
αὐτὴ
τὴ λατρεία τοῦ κενοῦ. Οἱ δηλωσίες τῆς ἀπόγνωσης
θὰ ξεχυθοῦν στοὺς δρόμους, τρόμος καὶ φόβος καταστροφῆς κάθε ἐξωραϊσμένης προθήκης τῶν δικῶν μας φανταχτερῶν συμβάσεων.
Συντρόφια,
μέσα στὴν καλογυαλισμένη ἀστραφτερὴ κουρελαρία τοῦ καταναλωτικοῦ μας κενοῦ, πρωτοπόροι ἐσεῖς
τῆς ἀπόγνωσης,
θέλω νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴν
Ἀνάσταση. Ἔχετε τὴν ἑτοιμότητα
γι᾿ αὐτὸ
τὸ λόγο, ὅμως ἐγὼ
δὲν ἔχω
τὴ γλώσσα. Βοηθῆστε με.
Περιθωριακὴ πρωτοπορία τῆς ἀπεγνωσμένης
νεολαίας σήμερα. Γιατὶ
θέλω νὰ μιλήσω μαζί τους
τὴν Ἀνάσταση;
Γιὰ νὰ βρῶ γλώσσα πραγματική, γλώσσα ποὺ ν᾿
ἀνατριχιάζει στὴν ψηλάφηση τῆς ἀμεσότητας.
Γιὰ τοὺς πολλούς, τοὺς καλοβολεμένους ἀστούς, ἐμᾶς
τοὺς τακτοποιημένους
μπροστὰ στὴ βραδινὴ τηλεόραση, ἕρμαια ἐπιλογῆς τῆς πιὸ ἀποτελεσματικῆς ὀδοντόπαστας,
τοῦ πιὸ δραστικοῦ ἀπορρυπαντικοῦ, τοῦ πιὸ κατακτητικοῦ ἀρώματος,
γιὰ μᾶς ἡ
γεύση τοῦ θανάτου ἀπωθημένη, ἡ αἴσθηση
τῆς Ἀνάστασης
ἀπροσπέλαστη. Ρημαγμένοι ἀστοί, ψυχὲς ἐπίπεδες,
σιδερωμένες ἀπὸ τὰ
καθημερινὰ πρωτοσέλιδα τῶν παραισθησιογόνων της πολιτικῆς, χαρτοκοπτικὲς φιγοῦρες τῆς καλοφαγίας, τῶν προοδευτικῶν ἰδεῶν καὶ τῶν
signe ἀμφιέσεων, δὲν ὑπάρχει
θύρα γιὰ μᾶς, δὲν ὑπάρχει
ἄνοιγμα στὸ κενό, στὴ γεύση τοῦ θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λογαριάζουμε τὴν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ ρομαντικὸ παραμύθι ἢ ἔστω
νοηματικὸ σύμβολο, κάτι ἀνάλογό με τὸν νεκρὸ Ἄδωνι
καὶ τὴν ἀνοιξιάτικη
ἀφύπνισή του: κάποια ὑποτύπωση ἐλπίδας ὅτι ὁ τροχὸς τῆς τυχαιότητας θὰ γυρίζει πάντα σὲ καλύτερες μέρες.
Πάσχα τῶν ἀστῶν, Πάσχα τῆς ἀνεπίγνωστης
νέκρας, δίχως ἀπόγνωση θανάτου
καὶ γι᾿ αὐτὸ δίχως ρίγος Ἀνάστασης. Σὰς εἶδα τὴν κοινωνική μας ἐλὶτ
χθὲς στὸν Ἐπιτάφιο,
διαλέξατε καλὸ μαγαζὶ μὲ
ῥομαντικὴ χορωδία καὶ γεροὺς μπάσους στὸ Αἱ
γενεαὶ πᾶσαι. Μείνατε γιὰ λίγο στὴν περιφορὰ ἀντὶ γιὰ τὸ
σινεμᾶ ποὺ θὰ
διασκέδαζε ἐξίσου τὴν κορεσμένη πλήξη σας. Θὰ σὰς
δῶ κι ἀπόψε γιὰ λίγα λεπτὰ στὸν περίβολο τῆς ἐκκλησιᾶς, μὲ ἕνα
ἄσπρο κερὶ γιὰ τὸ
ἔθιμο, σὰν ἑκτοπλάσματα
τοῦ τόπου ποὺ σᾶς
γέννησε, ἄσχετοι τουρίστες
στὸ πανηγύρι τῆς ἀναστάσιμης
χαρᾶς, δίχως
σταυροκόπημα, γιατὶ
δὲν ταιριάζει σὲ σᾶς
τοὺς προοδευτικούς.
Σὰς ἀγαπῶ, θλιβεροί μου φίλοι, μὰ μυρίζετε πτῶμα κι ὁ νοῦς σας λάσπωσε σὲ μόνη τὴν ἀναμονὴ τῆς
μαγειρίτσας. Μὲ σᾶς ἀποκλείεται
νὰ συνεννοηθῶ γιὰ τὴν
Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάσταση
τὴν ψηλαφητὴ καὶ χειροπιαστή, ποὺ εἶναι
ζωὴ αἰώνια.
Θέλω τὰ συντρόφια τῆς περιθωριακῆς ἀπόγνωσης,
αὐτοὺς
τοὺς καβαλλάρηδες τοῦ θανάτου, τῆς σούζας, τῆς κόντρας, νὰ μιλήσω μαζί τους μὲ τὴ
γλώσσα τοῦ θανάτου τὸ ρίγος τῆς Ἀνάστασης.
Καὶ τὰ μυαλὰ στὸ κάγκελο.
Ξέχνα τὸ δάσκαλο, φίλε, ποὺ σοῦ ἔμαθε
τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ τοῦ ψυγείου. Κᾶνε ἀπόψυξη στὴ γλώσσα σου καὶ ῥούφα
τὸ μέλι ἀπὸ
τὰ λόγια ποὺ θὰ
σοῦ πῶ:
Λοιπόν, «οὐδὲ
ἰσχυρότερον τῆς ἀπογνώσεως.
Αὕτη οὐ γιγνώσκει ἠττηθῆναι ὑπό τινος. Ὅτε ὁ ἄνθρωπος
ἐν τῇ διανοίᾳ ἐαυτοῦ κόψει τὴν ἐλπίδα
ἐκ τῆς ζωῆς αὐτοῦ,
οὐδὲν
θαρσαλεώτερον. Καὶ
οὐκ ἔστι
θλίψις ἧς τινος ἡ φήμη ἐξασθενῆσαι τὸ φρόνημα αὐτοῦ
ποιεῖ. Διότι πάσα
θλίψις γινομένη, ὑποκάτωθεν
τοῦ θανάτου ἐστι. Καὶ αὐτὸς ἔκυψε
δέξασθαι καθ᾿ ἐαυτοῦ θάνατον».
Ἄκουσες; Καμιὰ θλίψη δὲν μετράει κάτω ἀπὸ
τὴν σύνθλιψη στὴ θύρα 7, ὅταν συνειδητὰ «κύψεις δέξασθαι κατὰ σεαυτοῦ τὸν
θάνατον». «Οὐδὲν θαρσαλεώτερον», φίλε, ἀπὸ
τὴ συνειδητὴ ἀπόγνωση.
Πίσω ἀπὸ τὸ
μαῦρο γυαλί, στὸν ἴλιγγο
τῆς σούζας μὲ τὴ
μηχανή, λάμπει ὁ ἀπελπισμός σου. Ἀπελπισμὸς γιὰ τὴν
πτωμαΐνη τῆς καταναλωτικῆς εὐζωΐας, ἀηδία καὶ ἀπελπισμὸς γιὰ τὸ
φανατισμὸ καὶ τὴ
στράτευση τῶν μικρονοϊκῶν στὸ σιχαμερὸ πιὰ πολιτικὸ παιχνίδι. Ἀπόγνωση ἀπὸ
τὴν ψευτιὰ τῶν
«προοδευτικῶν», τὰ σημαδεμένα τραπουλόχαρτα τῆς φτηνῆς ἀνάγκης
νὰ ζητιανεύεις ἀναγνώριση καὶ ἐπιτυχία.
Μεῖνε ἀπελπισμένος, φίλε, ἐκεῖ,
στὴ θύρα τῆς ἐπαναστατημένης
ἄρνησης. Θύρα τοῦ μνημείου καί, δὲν μπορεῖ, κάποια στιγμὴ θὰ
δεῖς ἔκθαμβος «τὸν λίθον ἀποκυλισθέντα ἀπὸ
τῆς θύρας τοῦ μνημείου». Ἐσὺ
ἔξω ἀπὸ
τὴ θύρα καί, μέσα, ψηλαφητὰ ζωντανός, μὲ σημάδια θανάτου στὶς παλάμες καὶ στὴν πλευρά, Αὐτὸς
ποὺ σὲ ἔχει
ἐρωτευθεῖ τρελά, ἐσένα, μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα.
Μέσα ἀπὸ τὴ
θύρα ἐσύ, ὑποκάτωθεν τοῦ θανάτου, κι ἀπ᾿
ἔξω ἡ ζωοποιὸς δύναμη τοῦ Ἐραστῆ σου καὶ ἡ
φωνή Του, ῥομφαία ἔγερσης: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!».
Νὰ πεῖς τὴ ζωὴ καὶ τὸ
θάνατο, νὰ φτάσεις στὸ μεδούλι τῆς ὕπαρξης
μὲ τὶς
200 λέξεις τῶν περιθωριακῶν της ἀπόγνωσης; Ναί, δὲν ὑπάρχει
ἄλλη γλώσσα – ἀναγνώστη μου, βοήθεια! Λέξεις παχυλές,
λιπαρὰ νοήματα σὰν καταστολισμένες λαμπάδες καὶ σοκολατένια αὐγὰ
καὶ ξέχειλες
μαγειρίτσες δὲν χωρᾶνε τὴν Ἀνάσταση.
Ποιοὶ μᾶς «προάγουν», ποιοὶ μᾶς
ὁδηγοῦν στὴν Ἀνάσταση;
Τελῶνες, πόρνες, λῃστὲς
καὶ ἄσωτοι, οἱ περιθωριακοὶ τῆς
ἀπόγνωσης. «Οὐκ ἦλθον
καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Βγάλτε καὶ τὴ
μετάνοια ἀπὸ τὴν
κατάψυξη, φίλοι. Δὲν
σημαίνει μετάνοιωμα, σημαίνει Ἀνάσταση:
Νὰ ἀλλάξει
ὁ νοῦς, νὰ καταλαβαίνει τὴ ζωὴ μὲ
τὰ μέτρα τῆς ζωῆς, μὲ τὰ
μέτρα τοῦ ἔρωτα, ὄχι σὰν βιολογικὴ ἐπιβίωση.
Ὁ δίκαιος καταλαβαίνει γιὰ ζωὴ τὴ
νομικίστικη ἀρετή του, ὁ προοδευτικὸς τὴν φαντασιωτική του ὑστερία γιὰ βελτιώσεις τῆς θνητῆς ἐπιβίωσης.
Κοινωνικοὶ στόχοι,
δικαιώματα, οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη,
κολοκύθια στὸ πάτερο μπροστὰ στὸ θάνατο. Μόνο ὁ ἀπελπισμένος
ἀπ᾿
ὅλα καταλαβαίνει γιὰ ζωὴ τὴ
ζωή: Νὰ εἶσαι ἐσύ, μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος,
ἀέναα ἐρωτευμένος μὲ τὸ
Νυμφίο, τὸ νυμφαγωγὸ τῆς
ζωῆς, ποὺ ἔκυψε
δέξασθαι καθ᾿ ἑαυτοῦ θάνατο σταυρικό, ἀπὸ
παραφορᾶ ἔρωτα γιὰ κάθε ἀπεγνωσμένο. Καὶ ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν, γιατὶ μετάπλασε καὶ τὸν
βιολογικὸ θάνατο σὲ προσωπικὸ ἔρωτα.
Ἡ δική σου ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτά
Του εἶναι ἐπίσης ἀνάσταση, ζωὴ πέρα ἀπὸ
χρόνο, χῶρο καὶ φθορά. Ἀκοῦς;
Ὑπάρχουμε ὄχι ὅσο λειτουργοῦν τὰ βιολογικά μας κύτταρα, ἀλλὰ
ὅσο ἀτελείωτα διαρκεῖ ὁ
ἔρωτάς μας. Ἀκοῦς;
Δὲν θὰ πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!
Φρίξε, φρικιὸ τῆς
ἀπόγνωσης, φρίξε στὸ μυστικὸ ρίγος τοῦ ἀναπάντεχου
ἔρωτα. «Αὐτὸς
ἡμῶν
ἠράσθη πρῶτος. Ἡμῶν
ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων. Καὶ οὐκ
ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ
καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ
ἡμῶν
καὶ ἐῤῥαπίσθη καὶ ἐσταυρώθη
καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη.
Καὶ διὰ ἁπάντων
τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ
παρέστησεν ἔρωταν».
Πέρα ἀπὸ
τὶς 200 λέξεις τῆς ἀπεγνωσμένης
νέκρας ἀρχίζει ὁ διάλογος τῆς Σόνιας τῆς πόρνης μὲ τὸ
Ῥασκόλνικοφ, τὸν «προοδευτικὸ» φονιᾶ στὸ Ἔγκλημα
καὶ Τιμωρία. Τοῦ διαβάζει ἡ Σόνια – ῥώσικο παρανόμι τῆς Σοφίας – στὸ κατὰ Ἰωάννην
Εὐαγγέλιο τὴ ἀνάσταση
τοῦ Λαζάρου.
Διάλογος φονιᾶ μὲ πόρνη καὶ τὸ
θέμα - ποιὸ ἄλλο; – ἡ Ἀνάσταση.
Συγχωρᾶτε με, φίλοι, ἀλλὰ
ἡ Ἀνάσταση
δὲν εἶναι γιὰ μᾶς
τοὺς βολεμένους, μὲ τὶς
σίγουρες ἰδεολογικὲς πεποιθήσεις, τὸ βιβλιάριο ἐπιταγῶν στὴν τσέπη, τὶς ἐλπίδες
στὸ κόμμα καὶ στὶς προοπτικὲς κοινωνικῶν μεταλλαγῶν. Ἐμεῖς
ψάχνουμε γιὰ τὸ πραγματικὸ μόνο σὲ χώρους παραισθήσεων: στὶς νομικὲς κατοχυρώσεις τῶν δικαιωμάτων μας, στὶς συνδικαλιστικὲς θωρακίσεις τῶν διεκδικήσεών μας. Λογαριάζουμε γιὰ πραγματικὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς
πληροφοροῦν οἱ ἀπατηλές
μας αἰσθήσεις καὶ ἡ
διαλεκτική μας ὀξύνοια. Θλιβερὲς μαριονέτες τῶν βιολογικῶν μας λειτουργιῶν, ξέρουμε γιὰ θάνατο μόνο τὸ εὐθύγραμμο
καρδιογράφημα, γι᾿
αὐτὸ
καὶ δὲν ὑποψιαζόμαστε
τίποτα γιὰ τὴ ζωή.
Μόνο ἐκεῖ,
στὶς θύρες τῆς ἀπόγνωσης,
στὴ θύρα τοῦ μνημείου, ποὺ χάσκει ἀνοιχτὴ ὅπως
τὸ στόμα τοῦ κήτους, σὲ κείνη τὴν κόψη ἀνθοβολεῖ ἡ
Ἀνάσταση: ὁ ἀναστημένος
πατάει μὲ τὸ θάνατο τὸ θάνατο – θανάτῳ θάνατον πατήσας – καὶ βεβαιώνει πὼς μοναδικὸ σημάδι τῆς Ἀνάστασης,
μοναδικὸ «σημεῖον», εἶναι ἡ κάθοδος στὸν ᾍδη,
στὴν κοιλία τοὺς κήτους, στὰ βάθη τῆς ἀβύσσου
– μοναδικὸ σημεῖο ὁ
Ἰωνᾶς.
Ξέρετε τὸν Ἰωνᾶ,
φίλοι μου; Θὰ χαρῶ πολὺ νὰ
σὰς κάνω τὶς συστάσεις: Μέγα Σάββατο πρωΐ, ραντεβοὺ μὲ
τὸν Ἰωνᾶ στὸν Μέγα Ἑσπερινό. Ἔτσι: πρωῒ στὸν ἑσπερινό,
βγάζοντας τὴ γλώσσα στὴ γραμμικὴ διαδοχὴ τοῦ χρόνου.
Φίλοι ῥοκαμπίληδες καὶ χεβυμεταλλάδες, ποιὸς ἀλήθεια
σᾶς πρωτομίλησε γιὰ τὸν
Θεό; Σίγουρα σᾶς τὸν περάσαμε γιὰ σιγουριά, τόσο θωρακισμένη ὅσο καὶ ὅλες
οἱ νεκρὲς ἔννοιες
τῆς λογικῆς μας. Κάτι σὰν ὑπέρτατο
μπάτσο, ἐγγύηση τῆς ἔννομης
ἀποχαύνωσης, μὲ γκλὸμπ ποὺ κοπανάει κατακέφαλα κάθε ἀτίθασση περακτροπὴ τῆς
σάπιας ἠρεμίας μας.
Ὅμως ἐσεῖς,
παιδιὰ τοῦ Ἰωνᾶ, βγαλμένα μέσα ἀπὸ
τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, ἁπλῶστε
τὰ χέρια καὶ ψηλαφίστε στὴ θύρα τῆς ἀπόγνωσης
τὸ μοναδικὸ ἔγκυρο
σημάδι: ὁ Θεὸς εἶναι ἀβεβαιότητα, ὁ Θεὸς εἶναι ῥίσκο, γνωρίζουμε τὸν Θεὸ παλεύοντας μία σχέση, ὄχι κατανοώντας ἕνα νόημα. Πετάξτε τὴν ἔννοια,
κρατῆστε τὸ ὄνομα
– μιλᾶμε γιὰ ἐπώνυμο
ἔρωτα, ὄχι γιὰ φαντάσματα νοημάτων. Δὲν σᾶς λέω τὸ ὄνομα,
φοβᾶμαι μὴ σᾶς
τὸ σερβίρω σὰν ἰδέα.
Ἐλᾶτε
νὰ χορέψουμε ἀπόψε, χοροπηδώντας κοπαδιαστὰ μὲ
τοὺς πεθαμένους, ποὺ εἶναι
πιὸ ζωντανοὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς, τοὺς δικούς μας ἐγγύτατους ζωντανούς της ζωτικῆς ἀπόγνωσης,
νὰ τραγουδήσουμε τὸ ὄνομα
ποὺ ἀνέστη στὴ δική μας μάζωξη, στὴ δική μας θύρα, τὴ θύρα τοῦ μνημείου. Ὅσοι γεύτηκαν τὸ τί θὰ πεῖ « ὑποκάτωθεν τοῦ θανάτου», ὅλοι ὅσοι ζοῦν, γιατί συνειδητὰ παραιτήθηκαν ἀπὸ
τὶς παρηγόριες τῶν ψευδαισθήσεων, ὅλοι θὰ εἶναι
ἐκεῖ.
Οἱ περιθωριακοὶ πρωτοπόροι, λῃστές, πόρνες, τελῶνες καὶ ἄσωτοι,
ἀναστημένοι ὅλοι στὸ πανηγύρι τοῦ ἔρωτα
γιὰ τὸν Ἀναστημένο.
Ὅλοι οἱ ἀπελπισμένοι
ἀπὸ
ὅλα, θὰ χορέψουμε τὴν Ἀνάσταση,
θὰ χορέψουμε τὴν ἀπόγνωση
ποὺ ἀνθοβολάει ζωή, μεταλλάζοντας τὸ θάνατο σὲ ἔρωτα.
Τὸ γλέντι θὰ ἀρχίσει
ἀργά, ὅταν σκορπίσουν τὰ τουριστικὰ ἑκτοπλάσματα
τῆς ἀνέορτης
ἐθιμοτυπίας, οἱ χοντρονοικοκυραῖοι, ποὺ θὰ
῾ρθοῦν ἐκεῖ μόνο σὰν γιὰ ἀπεριτὶφ πρὶν ἀπὸ τὴ
μαγειρίτσα ἢ οἱ ἀσταυροκόπητοι
προοδευτικοί, πιὸ πεθαμένοι κι ἀπ᾿
τοὺς πεθαμένους. Νὰ σκορπίσουν αὐτοί, οἱ παρασιτικοί, καὶ θὰ
ἀρχίσει τὸ γλέντι, τὸ πανηγύρι τῆς Ἀνάστασης.
Ῥαντεβού, φίλοι,
στὴ δική μας θύρα, ἐκεῖ
ποὺ μοσχοβολάει Ἀνάσταση. Μέρα ὄγδοη τῆς Κυριακῆς, ῥαντεβοὺ στὴν Ἀνάσταση.
Χρῆστος Γιανναρᾶς
(Πάσχα 1991: ἀπὸ
τὸ βιβλίο
Ἑορτολογικὰ Παλινωδούμενα,
Ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ. 92-98)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)