Ακούστε ζωντανά τις ακολουθίες εδώ. Listen to the services live, here.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Θύρα 7 καὶ Θύρα τοῦ Μνημείου, Χρήστος Γιανναράς


Θύρα 7 κα Θύρα το Μνημείου
ρθιο μαλλί, κοκκαλωμένο, ξυρισμένοι κρόταφοι, μαρο γυαλί, πρόσωπο δίχως βλέμμα. Μπουφν κατάστιχτο μεταλλικς αχμές, κολλητ παντελόνι. Τόπος συνάθροισης πάντοτε κάποια θύρα. Θύρα 7, θύρα 9, θύρα 14. θύρα μυρίζει χνιστ αμα, μως συνάθροιση κε «κα τ μυαλ στ κάγκελο». Ν χτυπηθον μ τ μάζωξη μις λλης θύρας, ν χτυπηθον γι τ τίποτα – μόνο γι ν δηλώσουν μ πράξη τι κάθε θύρα νοίγει στ κενό, εναι νοιγμα στ τίποτα. ρα το γώνα μυσταγωγία. διάφοροι γι τ θέαμα – δν νδιαφέρουν τ γκόλ, οτε περιμένουν νίκη. Κοπαδιαστά, πιασμένοι π τος μους, χοροπηδον πάνω στς κερκίδες χορεύοντας τν πόγνωση. καταστροφ παραμονεύει ν ξεχυθε σν πυρετς μέσα π ατ τ λατρεία το κενο. Ο δηλωσίες τς πόγνωσης θ ξεχυθον στος δρόμους, τρόμος κα φόβος καταστροφς κάθε ξωραϊσμένης προθήκης τν δικν μας φανταχτερν συμβάσεων.

Συντρόφια, μέσα στν καλογυαλισμένη στραφτερ κουρελαρία το καταναλωτικο μας κενο, πρωτοπόροι σες τς πόγνωσης, θέλω ν σς μιλήσω γι τν νάσταση. χετε τν τοιμότητα γι᾿ ατ τ λόγο, μως γ δν χω τ γλώσσα. Βοηθστε με.
Περιθωριακ πρωτοπορία τς πεγνωσμένης νεολαίας σήμερα. Γιατ θέλω ν μιλήσω μαζί τους τν νάσταση; Γι ν βρ γλώσσα πραγματική, γλώσσα πο ν᾿ νατριχιάζει στν ψηλάφηση τς μεσότητας. Γι τος πολλούς, τος καλοβολεμένους στούς, μς τος τακτοποιημένους μπροστ στ βραδιν τηλεόραση, ρμαια πιλογς τς πι ποτελεσματικς δοντόπαστας, το πι δραστικο πορρυπαντικο, το πι κατακτητικο ρώματος, γι μς γεύση το θανάτου πωθημένη, ασθηση τς νάστασης προσπέλαστη. Ρημαγμένοι στοί, ψυχς πίπεδες, σιδερωμένες π τ καθημεριν πρωτοσέλιδα τν παραισθησιογόνων της πολιτικς, χαρτοκοπτικς φιγορες τς καλοφαγίας, τν προοδευτικν δεν κα τν signe μφιέσεων, δν πάρχει θύρα γι μς, δν πάρχει νοιγμα στ κενό, στ γεύση το θανάτου. Γι᾿ ατ κα λογαριάζουμε τν νάσταση το Χριστο ρομαντικ παραμύθι στω νοηματικ σύμβολο, κάτι νάλογό με τν νεκρ δωνι κα τν νοιξιάτικη φύπνισή του: κάποια ποτύπωση λπίδας τι τροχς τς τυχαιότητας θ γυρίζει πάντα σ καλύτερες μέρες.
Πάσχα τν στν, Πάσχα τς νεπίγνωστης νέκρας, δίχως πόγνωση θανάτου κα γι᾿ ατ δίχως ρίγος νάστασης. Σς εδα τν κοινωνική μας λτ χθς στν πιτάφιο, διαλέξατε καλ μαγαζ μ ομαντικ χορωδία κα γερος μπάσους στ Α γενεα πσαι. Μείνατε γι λίγο στν περιφορ ντ γι τ σινεμ πο θ διασκέδαζε ξίσου τν κορεσμένη πλήξη σας. Θ σς δ κι πόψε γι λίγα λεπτ στν περίβολο τς κκλησις, μ να σπρο κερ γι τ θιμο, σν κτοπλάσματα το τόπου πο σς γέννησε, σχετοι τουρίστες στ πανηγύρι τς ναστάσιμης χαρς, δίχως σταυροκόπημα, γιατ δν ταιριάζει σ σς τος προοδευτικούς. Σς γαπ, θλιβεροί μου φίλοι, μ μυρίζετε πτμα κι νος σας λάσπωσε σ μόνη τν ναμον τς μαγειρίτσας. Μ σς ποκλείεται ν συνεννοηθ γι τν νάσταση, τν νάσταση τν ψηλαφητ κα χειροπιαστή, πο εναι ζω αώνια.
Θέλω τ συντρόφια τς περιθωριακς πόγνωσης, ατος τος καβαλλάρηδες το θανάτου, τς σούζας, τς κόντρας, ν μιλήσω μαζί τους μ τ γλώσσα το θανάτου τ ρίγος τς νάστασης. Κα τ μυαλ στ κάγκελο.
Ξέχνα τ δάσκαλο, φίλε, πο σο μαθε τ ρχαα λληνικ το ψυγείου. Κνε πόψυξη στ γλώσσα σου κα ούφα τ μέλι π τ λόγια πο θ σο π:
Λοιπόν, «οδ σχυρότερον τς πογνώσεως. Ατη ο γιγνώσκει ττηθναι πό τινος. τε νθρωπος ν τ διανοί αυτο κόψει τν λπίδα κ τς ζως ατο, οδν θαρσαλεώτερον. Κα οκ στι θλίψις ς τινος φήμη ξασθενσαι τ φρόνημα ατο ποιε. Διότι πάσα θλίψις γινομένη, ποκάτωθεν το θανάτου στι. Κα ατς κυψε δέξασθαι καθ᾿ αυτο θάνατον».
κουσες; Καμι θλίψη δν μετράει κάτω π τν σύνθλιψη στ θύρα 7, ταν συνειδητ «κύψεις δέξασθαι κατ σεαυτο τν θάνατον». «Οδν θαρσαλεώτερον», φίλε, π τ συνειδητ πόγνωση. Πίσω π τ μαρο γυαλί, στν λιγγο τς σούζας μ τ μηχανή, λάμπει πελπισμός σου. πελπισμς γι τν πτωμαΐνη τς καταναλωτικς εζωΐας, ηδία κα πελπισμς γι τ φανατισμ κα τ στράτευση τν μικρονοϊκν στ σιχαμερ πι πολιτικ παιχνίδι. πόγνωση π τν ψευτι τν «προοδευτικν», τ σημαδεμένα τραπουλόχαρτα τς φτηνς νάγκης ν ζητιανεύεις ναγνώριση κα πιτυχία. Μενε πελπισμένος, φίλε, κε, στ θύρα τς παναστατημένης ρνησης. Θύρα το μνημείου καί, δν μπορε, κάποια στιγμ θ δες κθαμβος «τν λίθον ποκυλισθέντα π τς θύρας το μνημείου». σ ξω π τ θύρα καί, μέσα, ψηλαφητ ζωντανός, μ σημάδια θανάτου στς παλάμες κα στν πλευρά, Ατς πο σ χει ρωτευθε τρελά, σένα, μοναδικ κα νεπανάληπτα. Μέσα π τ θύρα σύ, ποκάτωθεν το θανάτου, κι π᾿ ξω ζωοποις δύναμη το ραστ σου κα φωνή Του, ομφαία γερσης: «Λάζαρε, δερο ξω!».
Ν πες τ ζω κα τ θάνατο, ν φτάσεις στ μεδούλι τς παρξης μ τς 200 λέξεις τν περιθωριακν της πόγνωσης; Ναί, δν πάρχει λλη γλώσσα – ναγνώστη μου, βοήθεια! Λέξεις παχυλές, λιπαρ νοήματα σν καταστολισμένες λαμπάδες κα σοκολατένια αγ κα ξέχειλες μαγειρίτσες δν χωρνε τν νάσταση. Ποιο μς «προάγουν», ποιο μς δηγον στν νάσταση; Τελνες, πόρνες, λστς κα σωτοι, ο περιθωριακο τς πόγνωσης. «Οκ λθον καλέσαι δικαίους, λλ μαρτωλος ες μετάνοιαν». Βγάλτε κα τ μετάνοια π τν κατάψυξη, φίλοι. Δν σημαίνει μετάνοιωμα, σημαίνει νάσταση: Ν λλάξει νος, ν καταλαβαίνει τ ζω μ τ μέτρα τς ζως, μ τ μέτρα το ρωτα, χι σν βιολογικ πιβίωση. δίκαιος καταλαβαίνει γι ζω τ νομικίστικη ρετή του, προοδευτικς τν φαντασιωτική του στερία γι βελτιώσεις τς θνητς πιβίωσης. Κοινωνικο στόχοι, δικαιώματα, οκονομικ νάπτυξη, κολοκύθια στ πάτερο μπροστ στ θάνατο. Μόνο πελπισμένος π᾿ λα καταλαβαίνει γι ζω τ ζωή: Ν εσαι σύ, μοναδικς κα νεπανάληπτος, έναα ρωτευμένος μ τ Νυμφίο, τ νυμφαγωγ τς ζως, πο κυψε δέξασθαι καθ᾿ αυτο θάνατο σταυρικό, π παραφορ ρωτα γι κάθε πεγνωσμένο. Κα νέστη κ νεκρν, γιατ μετάπλασε κα τν βιολογικ θάνατο σ προσωπικ ρωτα. δική σου μοιβαιότητα στν ρωτά Του εναι πίσης νάσταση, ζω πέρα π χρόνο, χρο κα φθορά. κος; πάρχουμε χι σο λειτουργον τ βιολογικά μας κύτταρα, λλ σο τελείωτα διαρκε ρωτάς μας. κος; Δν θ πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!
Φρίξε, φρικι τς πόγνωσης, φρίξε στ μυστικ ρίγος το ναπάντεχου ρωτα. «Ατς μν ράσθη πρτος. μν χθρν κα πολεμίων παρχόντων. Κα οκ ράσθη μόνον, λλ κα τιμάσθη πρ μν κα ἐῤῥαπίσθη κα σταυρώθη κα ν νεκρος λογίσθη. Κα δι πάντων τν περ μς ατο παρέστησεν ρωταν».
Πέρα π τς 200 λέξεις τς πεγνωσμένης νέκρας ρχίζει διάλογος τς Σόνιας τς πόρνης μ τ ασκόλνικοφ, τν «προοδευτικ» φονι στ γκλημα κα Τιμωρία. Το διαβάζει Σόνια – ώσικο παρανόμι τς Σοφίας – στ κατ ωάννην Εαγγέλιο τ νάσταση το Λαζάρου. Διάλογος φονι μ πόρνη κα τ θέμα - ποι λλο; – νάσταση.
Συγχωρτε με, φίλοι, λλ νάσταση δν εναι γι μς τος βολεμένους, μ τς σίγουρες δεολογικς πεποιθήσεις, τ βιβλιάριο πιταγν στν τσέπη, τς λπίδες στ κόμμα κα στς προοπτικς κοινωνικν μεταλλαγν. μες ψάχνουμε γι τ πραγματικ μόνο σ χώρους παραισθήσεων: στς νομικς κατοχυρώσεις τν δικαιωμάτων μας, στς συνδικαλιστικς θωρακίσεις τν διεκδικήσεών μας. Λογαριάζουμε γι πραγματικ ατ πο μς πληροφορον ο πατηλές μας ασθήσεις κα διαλεκτική μας ξύνοια. Θλιβερς μαριονέτες τν βιολογικν μας λειτουργιν, ξέρουμε γι θάνατο μόνο τ εθύγραμμο καρδιογράφημα, γι᾿ ατ κα δν ποψιαζόμαστε τίποτα γι τ ζωή.
Μόνο κε, στς θύρες τς πόγνωσης, στ θύρα το μνημείου, πο χάσκει νοιχτ πως τ στόμα το κήτους, σ κείνη τν κόψη νθοβολε νάσταση: ναστημένος πατάει μ τ θάνατο τ θάνατο – θανάτ θάνατον πατήσας – κα βεβαιώνει πς μοναδικ σημάδι τς νάστασης, μοναδικ «σημεον», εναι κάθοδος στν δη, στν κοιλία τος κήτους, στ βάθη τς βύσσου – μοναδικ σημεο ωνς. Ξέρετε τν ων, φίλοι μου; Θ χαρ πολ ν σς κάνω τς συστάσεις: Μέγα Σάββατο πρωΐ, ραντεβο μ τν ων στν Μέγα σπερινό. τσι: πρω στν σπερινό, βγάζοντας τ γλώσσα στ γραμμικ διαδοχ το χρόνου.
Φίλοι οκαμπίληδες κα χεβυμεταλλάδες, ποις λήθεια σς πρωτομίλησε γι τν Θεό; Σίγουρα σς τν περάσαμε γι σιγουριά, τόσο θωρακισμένη σο κα λες ο νεκρς ννοιες τς λογικς μας. Κάτι σν πέρτατο μπάτσο, γγύηση τς ννομης ποχαύνωσης, μ γκλμπ πο κοπανάει κατακέφαλα κάθε τίθασση περακτροπ τς σάπιας ρεμίας μας.
μως σες, παιδι το ων, βγαλμένα μέσα π τν κοιλι το κήτους, πλστε τ χέρια κα ψηλαφίστε στ θύρα τς πόγνωσης τ μοναδικ γκυρο σημάδι: Θες εναι βεβαιότητα, Θες εναι ίσκο, γνωρίζουμε τν Θε παλεύοντας μία σχέση, χι κατανοώντας να νόημα. Πετάξτε τν ννοια, κρατστε τ νομα – μιλμε γι πώνυμο ρωτα, χι γι φαντάσματα νοημάτων. Δν σς λέω τ νομα, φοβμαι μ σς τ σερβίρω σν δέα. λτε ν χορέψουμε πόψε, χοροπηδώντας κοπαδιαστ μ τος πεθαμένους, πο εναι πι ζωντανο π τος ζωντανούς, τος δικούς μας γγύτατους ζωντανούς της ζωτικς πόγνωσης, ν τραγουδήσουμε τ νομα πο νέστη στ δική μας μάζωξη, στ δική μας θύρα, τ θύρα το μνημείου. σοι γεύτηκαν τ τί θ πε « ποκάτωθεν το θανάτου», λοι σοι ζον, γιατί συνειδητ παραιτήθηκαν π τς παρηγόριες τν ψευδαισθήσεων, λοι θ εναι κε. Ο περιθωριακο πρωτοπόροι, λστές, πόρνες, τελνες κα σωτοι, ναστημένοι λοι στ πανηγύρι το ρωτα γι τν ναστημένο. λοι ο πελπισμένοι π λα, θ χορέψουμε τν νάσταση, θ χορέψουμε τν πόγνωση πο νθοβολάει ζωή, μεταλλάζοντας τ θάνατο σ ρωτα.
Τ γλέντι θ ρχίσει ργά, ταν σκορπίσουν τ τουριστικ κτοπλάσματα τς νέορτης θιμοτυπίας, ο χοντρονοικοκυραοι, πο θ ρθον κε μόνο σν γι περιτφ πρν π τ μαγειρίτσα ο σταυροκόπητοι προοδευτικοί, πι πεθαμένοι κι π᾿ τος πεθαμένους. Ν σκορπίσουν ατοί, ο παρασιτικοί, κα θ ρχίσει τ γλέντι, τ πανηγύρι τς νάστασης.
αντεβού, φίλοι, στ δική μας θύρα, κε πο μοσχοβολάει νάσταση. Μέρα γδοη τς Κυριακς, αντεβο στν νάσταση.

Χρστος Γιανναρς
(Πάσχα 1991: π τ βιβλίο
ορτολογικ Παλινωδούμενα,
κδ. κρίτας, σελ. 92-98)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου