Θύρα 7 καὶ Θύρα τοῦ Μνημείου
Ὄρθιο μαλλί,
κοκκαλωμένο, ξυρισμένοι κρόταφοι, μαῦρο
γυαλί, πρόσωπο δίχως βλέμμα. Μπουφὰν
κατάστιχτο μεταλλικὲς
αἰχμές, κολλητὸ παντελόνι. Τόπος συνάθροισης πάντοτε
κάποια θύρα. Θύρα 7, θύρα 9, θύρα 14. Ἡ
θύρα μυρίζει ἀχνιστὸ αἷμα,
ὅμως ἡ συνάθροιση ἐκεῖ
«καὶ τὰ μυαλὰ στὸ κάγκελο». Νὰ χτυπηθοῦν μὲ τὴ
μάζωξη μιᾶς ἄλλης θύρας, νὰ χτυπηθοῦν γιὰ τὸ
τίποτα – μόνο γιὰ νὰ δηλώσουν μὲ πράξη ὅτι κάθε θύρα ἀνοίγει στὸ κενό, εἶναι ἄνοιγμα στὸ τίποτα. Ἡ ὥρα
τοῦ ἀγώνα μυσταγωγία. Ἀδιάφοροι γιὰ τὸ
θέαμα – δὲν ἐνδιαφέρουν τὰ γκόλ, οὔτε περιμένουν νίκη. Κοπαδιαστά,
πιασμένοι ἀπὸ τοὺς ὤμους,
χοροπηδοῦν πάνω στὶς κερκίδες χορεύοντας τὴν ἀπόγνωση.
Ἡ καταστροφὴ παραμονεύει νὰ ξεχυθεῖ σὰν
πυρετὸς μέσα ἀπὸ
αὐτὴ
τὴ λατρεία τοῦ κενοῦ. Οἱ δηλωσίες τῆς ἀπόγνωσης
θὰ ξεχυθοῦν στοὺς δρόμους, τρόμος καὶ φόβος καταστροφῆς κάθε ἐξωραϊσμένης προθήκης τῶν δικῶν μας φανταχτερῶν συμβάσεων.
Συντρόφια,
μέσα στὴν καλογυαλισμένη ἀστραφτερὴ κουρελαρία τοῦ καταναλωτικοῦ μας κενοῦ, πρωτοπόροι ἐσεῖς
τῆς ἀπόγνωσης,
θέλω νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴν
Ἀνάσταση. Ἔχετε τὴν ἑτοιμότητα
γι᾿ αὐτὸ
τὸ λόγο, ὅμως ἐγὼ
δὲν ἔχω
τὴ γλώσσα. Βοηθῆστε με.
Περιθωριακὴ πρωτοπορία τῆς ἀπεγνωσμένης
νεολαίας σήμερα. Γιατὶ
θέλω νὰ μιλήσω μαζί τους
τὴν Ἀνάσταση;
Γιὰ νὰ βρῶ γλώσσα πραγματική, γλώσσα ποὺ ν᾿
ἀνατριχιάζει στὴν ψηλάφηση τῆς ἀμεσότητας.
Γιὰ τοὺς πολλούς, τοὺς καλοβολεμένους ἀστούς, ἐμᾶς
τοὺς τακτοποιημένους
μπροστὰ στὴ βραδινὴ τηλεόραση, ἕρμαια ἐπιλογῆς τῆς πιὸ ἀποτελεσματικῆς ὀδοντόπαστας,
τοῦ πιὸ δραστικοῦ ἀπορρυπαντικοῦ, τοῦ πιὸ κατακτητικοῦ ἀρώματος,
γιὰ μᾶς ἡ
γεύση τοῦ θανάτου ἀπωθημένη, ἡ αἴσθηση
τῆς Ἀνάστασης
ἀπροσπέλαστη. Ρημαγμένοι ἀστοί, ψυχὲς ἐπίπεδες,
σιδερωμένες ἀπὸ τὰ
καθημερινὰ πρωτοσέλιδα τῶν παραισθησιογόνων της πολιτικῆς, χαρτοκοπτικὲς φιγοῦρες τῆς καλοφαγίας, τῶν προοδευτικῶν ἰδεῶν καὶ τῶν
signe ἀμφιέσεων, δὲν ὑπάρχει
θύρα γιὰ μᾶς, δὲν ὑπάρχει
ἄνοιγμα στὸ κενό, στὴ γεύση τοῦ θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λογαριάζουμε τὴν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ ρομαντικὸ παραμύθι ἢ ἔστω
νοηματικὸ σύμβολο, κάτι ἀνάλογό με τὸν νεκρὸ Ἄδωνι
καὶ τὴν ἀνοιξιάτικη
ἀφύπνισή του: κάποια ὑποτύπωση ἐλπίδας ὅτι ὁ τροχὸς τῆς τυχαιότητας θὰ γυρίζει πάντα σὲ καλύτερες μέρες.
Πάσχα τῶν ἀστῶν, Πάσχα τῆς ἀνεπίγνωστης
νέκρας, δίχως ἀπόγνωση θανάτου
καὶ γι᾿ αὐτὸ δίχως ρίγος Ἀνάστασης. Σὰς εἶδα τὴν κοινωνική μας ἐλὶτ
χθὲς στὸν Ἐπιτάφιο,
διαλέξατε καλὸ μαγαζὶ μὲ
ῥομαντικὴ χορωδία καὶ γεροὺς μπάσους στὸ Αἱ
γενεαὶ πᾶσαι. Μείνατε γιὰ λίγο στὴν περιφορὰ ἀντὶ γιὰ τὸ
σινεμᾶ ποὺ θὰ
διασκέδαζε ἐξίσου τὴν κορεσμένη πλήξη σας. Θὰ σὰς
δῶ κι ἀπόψε γιὰ λίγα λεπτὰ στὸν περίβολο τῆς ἐκκλησιᾶς, μὲ ἕνα
ἄσπρο κερὶ γιὰ τὸ
ἔθιμο, σὰν ἑκτοπλάσματα
τοῦ τόπου ποὺ σᾶς
γέννησε, ἄσχετοι τουρίστες
στὸ πανηγύρι τῆς ἀναστάσιμης
χαρᾶς, δίχως
σταυροκόπημα, γιατὶ
δὲν ταιριάζει σὲ σᾶς
τοὺς προοδευτικούς.
Σὰς ἀγαπῶ, θλιβεροί μου φίλοι, μὰ μυρίζετε πτῶμα κι ὁ νοῦς σας λάσπωσε σὲ μόνη τὴν ἀναμονὴ τῆς
μαγειρίτσας. Μὲ σᾶς ἀποκλείεται
νὰ συνεννοηθῶ γιὰ τὴν
Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάσταση
τὴν ψηλαφητὴ καὶ χειροπιαστή, ποὺ εἶναι
ζωὴ αἰώνια.
Θέλω τὰ συντρόφια τῆς περιθωριακῆς ἀπόγνωσης,
αὐτοὺς
τοὺς καβαλλάρηδες τοῦ θανάτου, τῆς σούζας, τῆς κόντρας, νὰ μιλήσω μαζί τους μὲ τὴ
γλώσσα τοῦ θανάτου τὸ ρίγος τῆς Ἀνάστασης.
Καὶ τὰ μυαλὰ στὸ κάγκελο.
Ξέχνα τὸ δάσκαλο, φίλε, ποὺ σοῦ ἔμαθε
τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ τοῦ ψυγείου. Κᾶνε ἀπόψυξη στὴ γλώσσα σου καὶ ῥούφα
τὸ μέλι ἀπὸ
τὰ λόγια ποὺ θὰ
σοῦ πῶ:
Λοιπόν, «οὐδὲ
ἰσχυρότερον τῆς ἀπογνώσεως.
Αὕτη οὐ γιγνώσκει ἠττηθῆναι ὑπό τινος. Ὅτε ὁ ἄνθρωπος
ἐν τῇ διανοίᾳ ἐαυτοῦ κόψει τὴν ἐλπίδα
ἐκ τῆς ζωῆς αὐτοῦ,
οὐδὲν
θαρσαλεώτερον. Καὶ
οὐκ ἔστι
θλίψις ἧς τινος ἡ φήμη ἐξασθενῆσαι τὸ φρόνημα αὐτοῦ
ποιεῖ. Διότι πάσα
θλίψις γινομένη, ὑποκάτωθεν
τοῦ θανάτου ἐστι. Καὶ αὐτὸς ἔκυψε
δέξασθαι καθ᾿ ἐαυτοῦ θάνατον».
Ἄκουσες; Καμιὰ θλίψη δὲν μετράει κάτω ἀπὸ
τὴν σύνθλιψη στὴ θύρα 7, ὅταν συνειδητὰ «κύψεις δέξασθαι κατὰ σεαυτοῦ τὸν
θάνατον». «Οὐδὲν θαρσαλεώτερον», φίλε, ἀπὸ
τὴ συνειδητὴ ἀπόγνωση.
Πίσω ἀπὸ τὸ
μαῦρο γυαλί, στὸν ἴλιγγο
τῆς σούζας μὲ τὴ
μηχανή, λάμπει ὁ ἀπελπισμός σου. Ἀπελπισμὸς γιὰ τὴν
πτωμαΐνη τῆς καταναλωτικῆς εὐζωΐας, ἀηδία καὶ ἀπελπισμὸς γιὰ τὸ
φανατισμὸ καὶ τὴ
στράτευση τῶν μικρονοϊκῶν στὸ σιχαμερὸ πιὰ πολιτικὸ παιχνίδι. Ἀπόγνωση ἀπὸ
τὴν ψευτιὰ τῶν
«προοδευτικῶν», τὰ σημαδεμένα τραπουλόχαρτα τῆς φτηνῆς ἀνάγκης
νὰ ζητιανεύεις ἀναγνώριση καὶ ἐπιτυχία.
Μεῖνε ἀπελπισμένος, φίλε, ἐκεῖ,
στὴ θύρα τῆς ἐπαναστατημένης
ἄρνησης. Θύρα τοῦ μνημείου καί, δὲν μπορεῖ, κάποια στιγμὴ θὰ
δεῖς ἔκθαμβος «τὸν λίθον ἀποκυλισθέντα ἀπὸ
τῆς θύρας τοῦ μνημείου». Ἐσὺ
ἔξω ἀπὸ
τὴ θύρα καί, μέσα, ψηλαφητὰ ζωντανός, μὲ σημάδια θανάτου στὶς παλάμες καὶ στὴν πλευρά, Αὐτὸς
ποὺ σὲ ἔχει
ἐρωτευθεῖ τρελά, ἐσένα, μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα.
Μέσα ἀπὸ τὴ
θύρα ἐσύ, ὑποκάτωθεν τοῦ θανάτου, κι ἀπ᾿
ἔξω ἡ ζωοποιὸς δύναμη τοῦ Ἐραστῆ σου καὶ ἡ
φωνή Του, ῥομφαία ἔγερσης: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!».
Νὰ πεῖς τὴ ζωὴ καὶ τὸ
θάνατο, νὰ φτάσεις στὸ μεδούλι τῆς ὕπαρξης
μὲ τὶς
200 λέξεις τῶν περιθωριακῶν της ἀπόγνωσης; Ναί, δὲν ὑπάρχει
ἄλλη γλώσσα – ἀναγνώστη μου, βοήθεια! Λέξεις παχυλές,
λιπαρὰ νοήματα σὰν καταστολισμένες λαμπάδες καὶ σοκολατένια αὐγὰ
καὶ ξέχειλες
μαγειρίτσες δὲν χωρᾶνε τὴν Ἀνάσταση.
Ποιοὶ μᾶς «προάγουν», ποιοὶ μᾶς
ὁδηγοῦν στὴν Ἀνάσταση;
Τελῶνες, πόρνες, λῃστὲς
καὶ ἄσωτοι, οἱ περιθωριακοὶ τῆς
ἀπόγνωσης. «Οὐκ ἦλθον
καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Βγάλτε καὶ τὴ
μετάνοια ἀπὸ τὴν
κατάψυξη, φίλοι. Δὲν
σημαίνει μετάνοιωμα, σημαίνει Ἀνάσταση:
Νὰ ἀλλάξει
ὁ νοῦς, νὰ καταλαβαίνει τὴ ζωὴ μὲ
τὰ μέτρα τῆς ζωῆς, μὲ τὰ
μέτρα τοῦ ἔρωτα, ὄχι σὰν βιολογικὴ ἐπιβίωση.
Ὁ δίκαιος καταλαβαίνει γιὰ ζωὴ τὴ
νομικίστικη ἀρετή του, ὁ προοδευτικὸς τὴν φαντασιωτική του ὑστερία γιὰ βελτιώσεις τῆς θνητῆς ἐπιβίωσης.
Κοινωνικοὶ στόχοι,
δικαιώματα, οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη,
κολοκύθια στὸ πάτερο μπροστὰ στὸ θάνατο. Μόνο ὁ ἀπελπισμένος
ἀπ᾿
ὅλα καταλαβαίνει γιὰ ζωὴ τὴ
ζωή: Νὰ εἶσαι ἐσύ, μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος,
ἀέναα ἐρωτευμένος μὲ τὸ
Νυμφίο, τὸ νυμφαγωγὸ τῆς
ζωῆς, ποὺ ἔκυψε
δέξασθαι καθ᾿ ἑαυτοῦ θάνατο σταυρικό, ἀπὸ
παραφορᾶ ἔρωτα γιὰ κάθε ἀπεγνωσμένο. Καὶ ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν, γιατὶ μετάπλασε καὶ τὸν
βιολογικὸ θάνατο σὲ προσωπικὸ ἔρωτα.
Ἡ δική σου ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτά
Του εἶναι ἐπίσης ἀνάσταση, ζωὴ πέρα ἀπὸ
χρόνο, χῶρο καὶ φθορά. Ἀκοῦς;
Ὑπάρχουμε ὄχι ὅσο λειτουργοῦν τὰ βιολογικά μας κύτταρα, ἀλλὰ
ὅσο ἀτελείωτα διαρκεῖ ὁ
ἔρωτάς μας. Ἀκοῦς;
Δὲν θὰ πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!
Φρίξε, φρικιὸ τῆς
ἀπόγνωσης, φρίξε στὸ μυστικὸ ρίγος τοῦ ἀναπάντεχου
ἔρωτα. «Αὐτὸς
ἡμῶν
ἠράσθη πρῶτος. Ἡμῶν
ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων. Καὶ οὐκ
ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ
καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ
ἡμῶν
καὶ ἐῤῥαπίσθη καὶ ἐσταυρώθη
καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη.
Καὶ διὰ ἁπάντων
τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ
παρέστησεν ἔρωταν».
Πέρα ἀπὸ
τὶς 200 λέξεις τῆς ἀπεγνωσμένης
νέκρας ἀρχίζει ὁ διάλογος τῆς Σόνιας τῆς πόρνης μὲ τὸ
Ῥασκόλνικοφ, τὸν «προοδευτικὸ» φονιᾶ στὸ Ἔγκλημα
καὶ Τιμωρία. Τοῦ διαβάζει ἡ Σόνια – ῥώσικο παρανόμι τῆς Σοφίας – στὸ κατὰ Ἰωάννην
Εὐαγγέλιο τὴ ἀνάσταση
τοῦ Λαζάρου.
Διάλογος φονιᾶ μὲ πόρνη καὶ τὸ
θέμα - ποιὸ ἄλλο; – ἡ Ἀνάσταση.
Συγχωρᾶτε με, φίλοι, ἀλλὰ
ἡ Ἀνάσταση
δὲν εἶναι γιὰ μᾶς
τοὺς βολεμένους, μὲ τὶς
σίγουρες ἰδεολογικὲς πεποιθήσεις, τὸ βιβλιάριο ἐπιταγῶν στὴν τσέπη, τὶς ἐλπίδες
στὸ κόμμα καὶ στὶς προοπτικὲς κοινωνικῶν μεταλλαγῶν. Ἐμεῖς
ψάχνουμε γιὰ τὸ πραγματικὸ μόνο σὲ χώρους παραισθήσεων: στὶς νομικὲς κατοχυρώσεις τῶν δικαιωμάτων μας, στὶς συνδικαλιστικὲς θωρακίσεις τῶν διεκδικήσεών μας. Λογαριάζουμε γιὰ πραγματικὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς
πληροφοροῦν οἱ ἀπατηλές
μας αἰσθήσεις καὶ ἡ
διαλεκτική μας ὀξύνοια. Θλιβερὲς μαριονέτες τῶν βιολογικῶν μας λειτουργιῶν, ξέρουμε γιὰ θάνατο μόνο τὸ εὐθύγραμμο
καρδιογράφημα, γι᾿
αὐτὸ
καὶ δὲν ὑποψιαζόμαστε
τίποτα γιὰ τὴ ζωή.
Μόνο ἐκεῖ,
στὶς θύρες τῆς ἀπόγνωσης,
στὴ θύρα τοῦ μνημείου, ποὺ χάσκει ἀνοιχτὴ ὅπως
τὸ στόμα τοῦ κήτους, σὲ κείνη τὴν κόψη ἀνθοβολεῖ ἡ
Ἀνάσταση: ὁ ἀναστημένος
πατάει μὲ τὸ θάνατο τὸ θάνατο – θανάτῳ θάνατον πατήσας – καὶ βεβαιώνει πὼς μοναδικὸ σημάδι τῆς Ἀνάστασης,
μοναδικὸ «σημεῖον», εἶναι ἡ κάθοδος στὸν ᾍδη,
στὴν κοιλία τοὺς κήτους, στὰ βάθη τῆς ἀβύσσου
– μοναδικὸ σημεῖο ὁ
Ἰωνᾶς.
Ξέρετε τὸν Ἰωνᾶ,
φίλοι μου; Θὰ χαρῶ πολὺ νὰ
σὰς κάνω τὶς συστάσεις: Μέγα Σάββατο πρωΐ, ραντεβοὺ μὲ
τὸν Ἰωνᾶ στὸν Μέγα Ἑσπερινό. Ἔτσι: πρωῒ στὸν ἑσπερινό,
βγάζοντας τὴ γλώσσα στὴ γραμμικὴ διαδοχὴ τοῦ χρόνου.
Φίλοι ῥοκαμπίληδες καὶ χεβυμεταλλάδες, ποιὸς ἀλήθεια
σᾶς πρωτομίλησε γιὰ τὸν
Θεό; Σίγουρα σᾶς τὸν περάσαμε γιὰ σιγουριά, τόσο θωρακισμένη ὅσο καὶ ὅλες
οἱ νεκρὲς ἔννοιες
τῆς λογικῆς μας. Κάτι σὰν ὑπέρτατο
μπάτσο, ἐγγύηση τῆς ἔννομης
ἀποχαύνωσης, μὲ γκλὸμπ ποὺ κοπανάει κατακέφαλα κάθε ἀτίθασση περακτροπὴ τῆς
σάπιας ἠρεμίας μας.
Ὅμως ἐσεῖς,
παιδιὰ τοῦ Ἰωνᾶ, βγαλμένα μέσα ἀπὸ
τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, ἁπλῶστε
τὰ χέρια καὶ ψηλαφίστε στὴ θύρα τῆς ἀπόγνωσης
τὸ μοναδικὸ ἔγκυρο
σημάδι: ὁ Θεὸς εἶναι ἀβεβαιότητα, ὁ Θεὸς εἶναι ῥίσκο, γνωρίζουμε τὸν Θεὸ παλεύοντας μία σχέση, ὄχι κατανοώντας ἕνα νόημα. Πετάξτε τὴν ἔννοια,
κρατῆστε τὸ ὄνομα
– μιλᾶμε γιὰ ἐπώνυμο
ἔρωτα, ὄχι γιὰ φαντάσματα νοημάτων. Δὲν σᾶς λέω τὸ ὄνομα,
φοβᾶμαι μὴ σᾶς
τὸ σερβίρω σὰν ἰδέα.
Ἐλᾶτε
νὰ χορέψουμε ἀπόψε, χοροπηδώντας κοπαδιαστὰ μὲ
τοὺς πεθαμένους, ποὺ εἶναι
πιὸ ζωντανοὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς, τοὺς δικούς μας ἐγγύτατους ζωντανούς της ζωτικῆς ἀπόγνωσης,
νὰ τραγουδήσουμε τὸ ὄνομα
ποὺ ἀνέστη στὴ δική μας μάζωξη, στὴ δική μας θύρα, τὴ θύρα τοῦ μνημείου. Ὅσοι γεύτηκαν τὸ τί θὰ πεῖ « ὑποκάτωθεν τοῦ θανάτου», ὅλοι ὅσοι ζοῦν, γιατί συνειδητὰ παραιτήθηκαν ἀπὸ
τὶς παρηγόριες τῶν ψευδαισθήσεων, ὅλοι θὰ εἶναι
ἐκεῖ.
Οἱ περιθωριακοὶ πρωτοπόροι, λῃστές, πόρνες, τελῶνες καὶ ἄσωτοι,
ἀναστημένοι ὅλοι στὸ πανηγύρι τοῦ ἔρωτα
γιὰ τὸν Ἀναστημένο.
Ὅλοι οἱ ἀπελπισμένοι
ἀπὸ
ὅλα, θὰ χορέψουμε τὴν Ἀνάσταση,
θὰ χορέψουμε τὴν ἀπόγνωση
ποὺ ἀνθοβολάει ζωή, μεταλλάζοντας τὸ θάνατο σὲ ἔρωτα.
Τὸ γλέντι θὰ ἀρχίσει
ἀργά, ὅταν σκορπίσουν τὰ τουριστικὰ ἑκτοπλάσματα
τῆς ἀνέορτης
ἐθιμοτυπίας, οἱ χοντρονοικοκυραῖοι, ποὺ θὰ
῾ρθοῦν ἐκεῖ μόνο σὰν γιὰ ἀπεριτὶφ πρὶν ἀπὸ τὴ
μαγειρίτσα ἢ οἱ ἀσταυροκόπητοι
προοδευτικοί, πιὸ πεθαμένοι κι ἀπ᾿
τοὺς πεθαμένους. Νὰ σκορπίσουν αὐτοί, οἱ παρασιτικοί, καὶ θὰ
ἀρχίσει τὸ γλέντι, τὸ πανηγύρι τῆς Ἀνάστασης.
Ῥαντεβού, φίλοι,
στὴ δική μας θύρα, ἐκεῖ
ποὺ μοσχοβολάει Ἀνάσταση. Μέρα ὄγδοη τῆς Κυριακῆς, ῥαντεβοὺ στὴν Ἀνάσταση.
Χρῆστος Γιανναρᾶς
(Πάσχα 1991: ἀπὸ
τὸ βιβλίο
Ἑορτολογικὰ Παλινωδούμενα,
Ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ. 92-98)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου