Ο ταξιδιώτης στην πνευματική Οδό, όσο μακρύτερα προχωρεί, αποκτά βαθμιαία συνείδηση δύο διαφορετικών γεγονότων -της ετερότητας και της εγγύτητας του Αιωνίου. Στην πρώτη θέση, αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο ότι ο Θεός είναι μυστήριο.Ο Θεός είναι «ο τελείως Άλλος», αόρατος, ασύλληπτος, τελείως υπερβατικός, πέρα απ' όλα τα λόγια, πέρα από κάθε κατανόηση. «Σίγουρα το νεογέννητο μωρό», γράφει ο Ρωμαιοκαθολικός George Tyrell, «ξέρει τόσα για τον κόσμο και τους δρόμους του, όσα ο πιο σοφός από μας μπορεί να ξέρει για τις οδούς του Θεού, που ο δρόμος του εκτείνεται στον ουρανό και στη γη, στο χρόνο και στην αιωνιότητα». Ένας Χριστιανός της Ορθόδοξης Παράδοσης θα συμφωνήσει μ' αυτό απόλυτα. Όπως οι Έλληνες Πατέρες τόνιζαν: «Ένας Θεός, δηλαδή, που απαιτούμε να τον καταλαβαίνουμε εξονυχιστικά με τις δυνατότητες του λογικού μας μυαλού, καταντάει να μην είναι τίποτε περισσότερο από ένα είδωλο, σχηματοποιημένο κατά τη δική μας εικόνα. Ένας τέτοιος Θεός οπωσδήποτε δεν είναι ο αληθινός και ζωντανός Θεός της Βίβλου και της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Θεού, αλλά το αντίθετο δεν αληθεύει.
Κι όμως, στη δεύερη θέση αυτός ο Θεός του μυστηρίου είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά κοντά μας, γεμίζοντας όλα τα πράγματα, όντας παντού γύρω μας και μέσα μας. Και είναι παρών, όχι απλώς σαν μια ατμόσφαιρα ή μια ανώνυμη δύναμη, αλλά μ' έναν τρόπο προσωπικό. Ο Θεός που είναι άπειρα πιο περ' από την κατανόησή μας, μας αποκαλύπτει τον εαυτό του σαν πρόσωπο· μας καλεί τον καθένα με τ' ονομά μας και μεις του απαντούμε. Ανάμεσα σε μας και τον υπέρτατο Θεό υπάρχει μια σχέση αγάπης, παρόμοια μ' εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στον καθένα μας και στους άλλους, που μας είναι πάρα πολύ αγαπητοί. Γνωρίζουμε τους άλλους ανθρώπους μέσω της αγάπης μας γι' αυτούς και μέσω της δικής τους για μας.Έτσι είναι και με το Θεό. Με τα λόγια του Νικολάου Καβάσιλα, ο Θεός ο Βασιλιάς μας είναι:
Πιο στοργικός από κάθε φίλο,
πιο δίκαιος από κάθε κυβερνήτη,
πιο τρυφερός από κάθε πατέρα,
πιο πολύ ένα μέλος από μας από όσο τα ίδια μας τα μέλη,
πιο αναγκαίος σε μας από την ίδια την καρδιά μας.
Αυτοί λοιπόν, είναι οι δύο «πόλοι» της εμπειρίας του ανθρώπου για το Θείο. Ο Θεός είναι και μακρύτερα από μας, και κοντύτερα σε μας, απ' ο,τιδήποτε άλλο. Και βρίσκουμε, παράδοξα, ότι αυτοί οι δύο πόλοι δεν αλληλοκαταργούνται· αντίθετα, όσο πιο πολύ μας ελκύει ο ένας «πόλος» τόσο πιο ζωντανά αποκτούμε αντίληψη του άλλου ταυτόχρονα. Προχωρώντας στην οδό, ο καθένας βρίσκει ότι ο Θεός γίνεται όλο και πιο οικείος και όλο πιο μακρινός, πολύ γνωστός και όμως άγνωστος -πολύ γνωστός στο πιο μικρό παιδί, ακατανόητος στον πιο λαμπρό θεολόγο. Ο Θεός κατοικεί σε «φως απρόσιτο», ενώ ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στην παρουσία του με τρυφερή εμπιστοσύνη και τον προσφωνεί σαν φίλο. Ο Θεός είναι και τέρμα και αφετηρία. Είναι ο οικοδεσπότης που μας καλωσορίζει στο τέρμα του ταξιδιού, αλλά είναι και ο σύντροφος που περπατάει δίπλα μας στο κάθε βήμα πάνω στην Οδό. Όπως το θέτει ο Νικόλαος Καβάσιλας, «Αυτός είναι και το πανδοχείο όπου ξεκουραζόμαστε για μια νύχτα και το οριστικό τέρμα του ταξιδιού μας». Μυστήριο, κι όμως πρόσωπο· ας δούμε αυτές τις δύο όψεις με τη σειρά.
Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
"Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου