Αγίου Επιφανίου επισκόπου Κύπρου.
Λόγος στη Θεόσωμη ταφή του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού,
και στον Ιωσήφ που καταγόταν από την Αριμαθαία.
(Εκφωνήθηκε κατά το Άγιο και Μεγάλο Σάββατο).
«΄Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού». Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε έναν θνητό ζητώντας να λάβει τον Θεό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σ’ έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει τον νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.
«Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ». Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου. Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού. Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη. Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήτα γεμάτο με τον θησαυρό της θεότητος. Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; «΄Όταν βράδιασε». Επομένως είχε δύσει πια στον άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό «ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους ιουδαίους. Ήλθε και ο Νικόδημος που ήλθε στον Ιησού κάποια νύχτα».
Αυτό είναι απόκρυφο μυστήριο των μυστηρίων. Δυό κρυφοί μαθητές, έρχονται να κρύψουν τον Ιησού στον τάφο, διδάσκοντας με τη δική τους απόκρυψη το κρυφό μυστήριο του άδη του Θεού που κρύφτηκε κάτω απ’ τη σάρκα, ξεπερνώντας ο ένας τον άλλον στη θερμή διάθεση. Προς τον Χριστό. Ο μέν Νικόδημος μεγαλόψυχος προσφέροντας σμύρνη και αλόη, ο δε Ιωσήφ αξιέπαινος στην τόλμη και το θάρρος προς τον Πιλάτο. Διότι αυτός διώχνοντας κάθε φόβο με τόλμη παρουσιάστηκε στον Πιλάτο ζητώντας το σώμα του Ιησού. Και όταν παρουσιάστηκε φέρθηκε με μεγάλη σοφία για να επιτύχει αυτό που ήθελε. Γι’ αυτό δεν χρησιμοποιεί μπροστά στον Πιλάτο υπερήφανα και υψηλά λόγια, για να μη του ανάψει την οργή και χάσει το ζητούμενο. Ούτε του λέει: Δός μου το σώμα του Ιησού, που σκοτείνιασε πριν από λόγι τον ήλιο, που έσχισε τις πέτρες, που έσεισε τη γη και άνοιξε τους τάφους και έσχισε το καταπέτασμα του ναού. Τίποτε τέτοιο δεν λέει στον Πιλάτο.
Αλλά τι του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντά μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής: Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού , του Ιησού του άστεγου, του Ιησού που κρέμεται –στο Σταυρό- γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού , του Ιησού του δέσμιου, που ένεμε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου; Δός μου αυτό τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρυνή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος –πραγματικά- ξένος. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο ανγοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν που με τη θέλησή Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει που να γείρει το κεφάλι. Δος μου αυτόν τον ξένο, που ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη. Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη. Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανά Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος. Δος μου, άρχοντά μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεώς μου. Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντά μου το νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτίς. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο Οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντά μου, σε ικετεύω. Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο του Σταυρού. Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Τους συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος μονογενής του μόνου –Πατέρα-, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος.
Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ αυτόν τον τρόπο αφού παρακάλεσε ο Ιωσήφ τον Πιλάτο, διέταξε ο Πιλάτος να του δοθεί το πανάγιο σώα του Ιησού. Και ήλθε στον Γολγοθά και αποκαθήλωσε τον σαρκοφόρο Θεό από το ξύλο του Σταυρού και Τον τοποθέτησε κάτω στη γη, σαρκοφόρο Θεό γυμνό, αλλά όχι απλό άνθρωπο. Και Τον βλέπει κανείς να βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω, Αυτός που όλους τους ανέσυρε προς τον ουρανό. Και μένει για λίγο χωρίς πνοή, Αυτός που είναι η ζωή και πνοή όλων. Και φαίνεται να μη βλέπει Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα Χερουβίμ. Και κείτεται ξαπλωμένος. Αυτός που είναι η ανάσταση όλων, και νεκρώνεται ο σαρκωμένος Θεός, Αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς. Και σιωπά για λίγο κατά το σώμα η βροντή του Θεού Λόγου. Και Τον σηκώνουν ανθρώπινες παλάμες, Αυτόν που κρατά στην παλάμη Του ολόκληρη τη γη.
Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας και παίρνοντας, ξέρεις καλά ποιόν πήρες; Άραγε πλησιάζοντας στον Σταυρό και αποκαθηλώνοντας τον Ιησού, ξέρεις καλά ποιόν κράτησες στα χέρια σου; Εάν πραγματικά γνωρίζεις καλά Ποιόν κρατάς, τώρα έγινες πλούσιος. Γιατί πως αλλιώς κάνεις αυτή τη θεόσωμη και φρικωδέστατη κηδεία του Ιησού; Είναι αξιέπαινος ο πόθος σου, αλλά πιο αξιέπαινος είναι ο τρόπος της ψυχή σου. Άραγε δεν φρίττεις, κρατώντας στα χέρια σου Αυτόν που φρίττουν τα Χερουβίμ; Με ποιο φόβο θα αφαιρούσες από το θείο αυτό σώμα το μικρό ρούχο που το σκέπαζε; Πως δεν θα έκλεινες τα μάτια από ευλάβεια; Δεν θα τρόμαζες ατενίζοντας και αποκαλύπτοντας τη σωματική φύση του υπερφύσιν Θεού; Πες μου Ιωσήφ, άραγε έθαψες στραμμένο προς την ανατολή το νεκρό που είναι η Ανατολή των ανατολών; Άραγε έκλεισε με τα δάχτυλά σου, όπως γίνεται στους νεκρούς τα μάτια του Ιησού, ο Οποίος με το αμόλυντο δάχτυλό Του άνοιξε τα μάτια του τυφλού; Άραγε έκλεισες το στόμα Εκείνου που άνοιξε το στόμα του κωφαλάλου; Άραγε έδεσες τα χέρια Εκείνου που άπλωσε τα παράλυτα χέρια; Ή έδεσες τα πόδια Εκείνου, όπως γίνεται στους νεκρούς, ο Οποίος θεράπευσε, για να βαδίζει, τα πόδια του παραλύτου; Άραγε σήκωσες επάνω σε κρεβάτι Αυτόν που διέταξε τον παράλυτο λέγοντάς του: «Σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτα»; Άραγε άδειασες μύρα επάνω στο σώμα Εκείνου που είναι το ουράνιο μύρο και «εκένωσε» τον εαυτό Του αγιάζοντας τον κόσμο; Άραγε τόλμησες να σφογγίσεις τη θεόσωμη εκείν πλευρά του Ιησού που ακόμη αιμορροούσε, του Θεού που θεράπευσε την αιμορροούσα; Άραγε έπλυνες με νερό το σώμα του Θεού, που έπλυνε τις αμαρτίες όλων και έδωσε την κάθαρση; Άραγε τι είδους λαμπάδες άναψες μπροστά στο αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο; Και ποιους επιτάφιους ύμνους έψαλες σ’ Αυτόν που ανυμνείται χωρίς διακοπή από όλες τις ουράνιες αγγελικές στρατιές; Άραγε και έχυσες δάκρυα για το νεκρό Ιησού, που δάκρυσε για το νεκρό Λάζαρο και τον ανάστησε μετά από τέσσερις μέρες; Άραγε θρήνησες Αυτόν που έδωσε σ’ όλους χαρά και διέλυσε τη λύπη της Εύας;
Όπως μακαρίζω τα χέρια σου, Ιωσήφ που υπηρέτησαν και ψηλάφισαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, που έσταζαν ακόμη αίμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιμορροούσα πλευρά του Θεού πριν από τον πιστό – άπιστο Θωμά που είχε αξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω το στόμα σου που γέμισε αχόρταγα και ασπάσθηκε το στόμα του Ιησού κι’ από γέμισε με Άγιο Πνεύμα. Μακαρίζω τα μάτια σου που ενώθηκαν με τα μάτια του Ιησού και από εκεί πήραν το αληθινό φως. Μακαρίζω το πρόσωπό σου που πλησίασε το πρόσωπο του Θεού. Μακαρίζω τους ώμους σου που σήκωσαν Αυτόν που βαστάζει όλους. Μακαρίζω το κεφάλι σου που το άγγιξε ο Ιησούς, η κεφαλή των πάντων. Μακαρίζω τα χέρια σου στα οποία βάσταξες Αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Μακαρίζω τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, γιατί έγιναν Χερουβίμ μπροστά στα Χερουβίμ σηκώνοντας και μεταφέροντας επάνω τους τον Θεό. Γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, όχιε με τα φτερά, αλλά με τα σεντόνια καλύπτοντας και τιμώντας τον Κύριο. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβίμ τον μεταφέρουν επάνω στους ώμους τους ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος και γεμίζουν από έκσταση όλες οι τάξεις των ασωμάτων Αγγέλων.
Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη , μαζί με τον χωρίς αρχή Πατέρα Του και το Πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους ατελείωτους αιώνες. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου