Η λέξη ψυχή
είναι από τις πιο δύσκολες και στη Βίβλο και στη χριστιανική γραμματεία.
Επιπλέον, προστέθηκε και μια σύγχυση στο νόημα της λέξης, γιατί οι Έλληνες τη
χρησιμοποιούσαν με διαφορετική σημασία. Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι,
σχεδόν αυτονόητα, κατανοούν τη λέξη ψυχή περισσότερο με το
αρχαιοελληνικό (κυρίως το πλατωνικό) και λιγότερο με το βιβλικό νόημά της:
Πιστεύουν ότι, όπως υπάρχει μέσα στο σώμα του ανθρώπου το αίμα, η λέμφος, ο
μυελός των οστών, έτσι υπάρχει και ένα άυλο στοιχείο, πνευματικό, ουσιαστικά
διαφορετικό από τα υλικά συστατικά μας, κι αυτό ακριβώς είναι η ψυχή –κάτι
αερώδες και απροσδιόριστο, που όταν πεθαίνουμε βγαίνει από μέσα μας μαζί με την
τελευταία πνοή και πηγαίνει «κάπου αλλού».
Δεν είναι όμως αυτό το βιβλικό νόημα της λέξης. Οι
Εβδομήκοντα μεταφραστές της Π.Δ. μετέφεραν στα ελληνικά με τη λέξη ψυχή
το εβραïκό nephesch που είναι ένας πολυσήμαντος
όρος. Ψυχή ονομάζεται κάθε τι έμβιο, κάθε ζώο, συνηθέστερα όμως μέσα στη Γραφή
πρόκειται για τον άνθρωπο. Δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται
στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης -το
πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό- αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως
ενιαία ζωντανή υπόσταση. Η ψυχή δεν κατοικεί απλώς στο σώμα, αλλά εκφράζεται με
το σώμα, που κι αυτό, όπως και η σάρκα ή η καρδία, αντιστοιχεί
στο εγώ μας, στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούμε τη ζωή. Ψυχή είναι
ένας άνθρωπος, είναι κάποιος, γιατί αυτή συνιστά το σημείο της ζωής τόσο ως
εξωτερική εκδήλωση όσο και ως εσωτερικότητα και υποκειμενικότητα. Αλλά αν η
ψυχή είναι το σημείο της ζωής, δεν σημαίνει ότι είναι και η πηγή ή αιτία της
ζωής, όπως πίστευαν οι Έλληνες. Είναι, περισσότερο, ο φορέας της ζωής, γι’ αυτό
και συχνά στην Π.Δ. ταυτίζεται με την εκδήλωση της επίγειας μόνο ζωής (πεθαίνει
η ψυχή, παραδίνεται στο θάνατο, αλλά και ανίσταται, όταν η ζωή επανέρχεται στο
νεκρό σώμα), ενώ στην Κ.Δ. εμφανίζεται ως φορέας και της αιώνιας ζωής,
γι’ αυτό και η σωτηρία της ψυχής ταυτίζεται με τη δυνατότητα της ζωής
που δεν γνωρίζει φθορά και θάνατο.
Οι πατέρες της χριστιανικής Εκκλησίας ερμηνεύοντας τη
Γραφή σεβάστηκαν απόλυτα το πολυσήμαντο νόημα της λέξης ψυχή και δεν
προσπάθησαν να το οριστικοποιήσουν σε μια και μόνη εκδοχή. Είδαν τόσο στην ψυχή
όσο και στο σώμα του ανθρώπου δυο διαφοροποιημένους και συχνά
αλληλοπεριχωρούμενους τρόπους με τους οποίους φανερώνεται η εικόνα του
Θεού στον άνθρωπο. Αλλά και το περιεχόμενο του «κατ’ εικόνα» απέφυγαν να το
σχηματοποιήσουν σε συγκεκριμένο ορισμό, ζήτησαν να διαφυλάξουν από τον κίνδυνο
νοητικών σχηματοποιήσεων το μυστήριο του τρόπου της θείας Υπάρξεως και
την αποτύπωσή του στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Πολύ αργότερα, κυρίως από το μεσαίωνα και μετά, και ιδιαίτερα
στην ευρωπαϊκή Δύση, όταν η
χριστιανική θεολογία άρχισε να υποκύπτει στον πειρασμό των νοητικών
σχηματοποιήσεων, ερμηνεύτηκε και το «κατ’ εικόνα» με κατηγορίες
«αντικειμενικές», ταυτίστηκε με συγκεκριμένα ιδιώματα που χαρακτηρίζουν την
«πνευματική φύση» του ανθρώπου. Η γενικότερη αντίληψη για τον άνθρωπο δέχτηκε
στη Δύση έντονη την επίδραση της αρχαιοελληνικής σκέψης, με υπερβολικές
οπωσδήποτε απλουστεύσεις. Ο ελληνικός ορισμός του ανθρώπου ως «ζώου λόγον
έχοντος» (animal rationale είπαν οι δυτικοί) ερμηνεύτηκε με το σχήμα μιας
πραγματικής, αντιθετικής διαστολής ψυχής και σώματος, ύλης και πνεύματος. Ο
άνθρωπος θεωρήθηκε ως καταρχήν βιολογικό όν, προικισμένο επιπλέον με ψυχή ή με
ψυχή και πνεύμα.
Μέσα στο σχήμα αυτής της αντίθεσης,
το «κατ’ εικόνα» περιορίστηκε στο ένα από τα δύο αυτά «μέρη» της φύσης του
ανθρώπου: στο πνευματικό «μέρος», δηλαδή στην ψυχή -αφού το σωματικό-υλικό
«μέρος» είναι εξ ορισμού αδύνατο να εικονίζει τον άυλο και πνευματικό Θεό. Η
ψυχή λοιπόν του ανθρώπου -η ατομική του καθενός ψυχή- προικίστηκε με τρία
ιδιώματα που χαρακτηρίζουν και τον ίδιο τον Θεό, γι’ αυτό και αποτυπώνουν την
εικόνα Του στον άνθρωπο. Πρόκειται για το λογικόν, το αυτεξούσιον και
το αρχικόν.
Χρήστος Γιανναράς, Αλφαβητάρι της πίστης,
εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983
Χρήστος Γιανναράς, Αλφαβητάρι της πίστης,
εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου