Ακούστε ζωντανά τις ακολουθίες εδώ. Listen to the services live, here.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Το πρόβλημα του κακού και η παρουσία του Θεού* ( Μέρος Β’)

Μετά τον βομβαρδισμό του Ομοσπονδιακού Κτηρίου στο Οκλαχόμα Σίτυ το 1995, με προσκάλεσαν στην Οκλαχόμα για τη διεξαγωγή ενός εργαστηρίου για κληρικούς και κοινωνικούς λειτουργούς, σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις οικογένειες των θυμάτων. Στη συνέχεια, συναντήθηκα με τις οικογένειες των θυμάτων στο σπίτι του κυβερνήτη. Ρώτησα τον καθένα απ’ αυτούς, «Στις έξι εβδομάδες που πέρασαν μετά τον βομβαρδισμό, ποιο ήταν το μοναδικό πράγμα που σας βοήθησε να βρείτε τη δύναμη, ώστε να συνεχίσετε τη ζωή σας, το μοναδικό πράγμα που σας βοήθησε να ξυπνάτε κάθε πρωί και να αντικρίζετε τον κόσμο;» Η κάθε μία από τις οικογένειες ξεχωριστά μου έδωσε την ίδια απάντηση: οι άνθρωποι. Οι φίλοι, οι γείτονες, ακόμη και εντελώς άγνωστοι που έρχονταν και τους έλεγαν πόσο λυπόνταν για ό,τι τους συνέβη και για τα όσα έπρεπε να περάσουν. Η γιατρειά στο ότι αισθανόμαστε ότι είμαστε κακοί άνθρωποι και ότι αξίζουμε ό,τι μας συμβαίνει, είναι να έχουμε κάποιον ή κάποιους να μας λένε: «Είσαι καλός άνθρωπος και λυπάμαι για ό,τι σου συνέβη».

Το επεσήμανα αυτό σε μια ομιλία μου ένα βράδυ, και στη συνέχεια μία κυρία με πλησίασε και μοιράστηκε με μένα την ιστορία της. Μου είπε ότι έφευγε από το γραφείο της για να πιει έναν καφέ και είδε μία συνάδελφό της, η οποία κατά τη διάρκεια της δουλειάς καθόταν και κοίταζε αφηρημένα έξω από το παράθυρο. Της είπε, «Πηγαίνω για καφέ. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» Η γυναίκα το σκέφτηκε για λίγο και της απάντησε, «Βέβαια». Κατά τη διάρκεια του καφέ, η συνάδελφος της είπε: «Πρέπει να σου πω πόσο σημαντική ήταν η πρόσκλησή σου για μένα. Πριν δύο μέρες, ο σύντροφός μου με εγκατέλειψε, λέγοντάς μου ότι το όλο πράγμα δεν προχωράει και κατηγορώντας με για όλα τα στραβά της σχέσης μας. Έγινα ράκος. Ήμουν σίγουρη ότι κανείς δεν θα με αγαπήσει ξανά. Όταν με είδες να κοιτάζω το παράθυρο προσπαθούσα να βρω το κουράγιο, ή ίσως δεν ήταν το κουράγιο, να ανοίξω το παράθυρο και να πηδήξω, να δώσω τέλος στη ζωή μου, επειδή αισθανόμουν τόσο μόνη. Η πρόσκλησή σου να έρθω για καφέ με επανέφερε στη ζωή. Μου έδωσε να καταλάβω ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι στον κόσμο που νοιάζονται για μένα. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω».

Το μάθημα για όλους εμάς είναι αυτό: Όταν γνωρίζουμε ανθρώπους που ήταν άτυχοι στη ζωή τους, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για εκείνους είναι απλώς να είμαστε δίπλα τους. Δεν χρειάζεται να τους εξηγήσουμε γιατί πονούν ή να τους κάνουμε να αισθανθούν καλύτερα μιλώντας τους για άλλους ανθρώπους που βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση. Και σίγουρα, δεν χρειάζεται να υπερασπιστούμε τον Θεό. Πιστέψτε με, ο Θεός μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό Του. Σε μια τέτοια στιγμή, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την παρηγοριά παρά την εξήγηση. Με το απλώς να είμαστε εκεί, κρατώντας σιωπηλά το χέρι κάποιου, είναι αυτό που βοηθάει περισσότερο από οτιδήποτε. Και αν είμαστε εμείς που έχουμε πληγεί, το καλύτερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε σε μια τέτοια στιγμή είναι να διώξουμε τον πειρασμό να κλειστούμε στον εαυτό μας σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να νιώθουμε λύπηση για ό,τι μας συνέβη. Σε μια τέτοια στιγμή χρειαζόμαστε ανθρώπους στη ζωή μας. Ακόμη και αν, κάποιες φορές, οι άνθρωποι πουν τα λάθος πράγματα, ακόμη και αν πουν πράγματα που θα μας πληγώσουν, πρέπει να δούμε την πρόθεσή τους πίσω από τα λόγια και να διαβάσουμε το μήνυμα που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, ότι δηλαδή, νοιάζονται για μας και θέλουν να μαλακώσουν τον πόνο μας, με το να τον μοιραστούμε μαζί τους.

Είναι ευκολότερο να αντιμετωπίσουμε ένα προβληματικό παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον, όταν δεν τα αντιμετωπίζουμε μόνοι μας. Αλλά, όσο και αν μας βοηθάει το να έχουμε κάποιον μαζί μας, είναι ακόμη πιο χρήσιμο να έχουμε τον Θεό μαζί μας. Όταν η γυναίκα μου κι εγώ μάθαμε ότι ο γιος μας έπασχε από μία ανίατη ασθένεια η οποία θα προκαλούσε τον θάνατό του, είχα πληγωθεί όχι μόνο γιατί θα έχανα τον γιο μου, αλλά και γιατί είχα την αίσθηση ότι αυτό το προκάλεσε ο Θεός. Όπως οι περισσότεροι από σας, μεγάλωσα πιστεύοντας σε έναν παντοδύναμο Θεό που ήλεγχε τα πάντα που συνέβαιναν στον κόσμο, και αν δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τον τρόπο που λειτουργεί ο Θεός, αυτό οφειλόταν στη δική μας περιορισμένη δυνατότητα κατανόησης, και όχι στον Θεό. Μέχρι εκείνη τη μέρα, νόμιζα ότι είχα υπογράψει ένα είδος συμφωνίας με τον Θεό. Θα ήμουν ένας καλός, θρησκευόμενος άνθρωπος. Θα εργαζόμουν μέρα-νύχτα για να πείσω τους άλλους ανθρώπους να κάνουν το καλό και να εφαρμόζουν τον λόγο Του. Και, εν μέρει, σαν ανταμοιβή, εν μέρει σαν παρακίνηση για τους άλλους ανθρώπους, ο Θεός θα ευλογούσε και θα προστάτευε την οικογένειά μου. Όταν συνειδητοποίησα τα συντριπτικά νέα που είχαν οι γιατροί για εμάς, δεν μπορούσα να μην αισθανθώ ότι ενώ εγώ τήρησα το μέρος της συμφωνίας μου με τον Θεό, Εκείνος δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Έγινε απελπιστικά αναγκαίο για μένα να μάθω αν ο Θεός ήταν με μένα ή με το μέρος της αρρώστιας. Μόνο όταν συνειδητοποίησα ότι ο Θεός δεν ελέγχει τη γενετική ή τους νόμους της φύσης, ότι η φωτιά καίει και η σφαίρα μπορεί να σκοτώσει ομοίως καλούς και κακούς ανθρώπους, ότι ο Θεός ενδιαφερόταν για το τι είδους άνθρωποι ήμασταν εγώ, η γυναίκα μου και το παιδί μου, αλλά η φύση είναι τυφλή, τότε μόνο μπόρεσα να στραφώ στη θρησκεία, για να βρω στήριγμα στην απελπισία μου.

Όταν ο ψαλμωδός γράφει «οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ», δεν λέει μόνο ότι αυτό μπορώ να το αντιμετωπίσω επειδή δεν είμαι μόνος μου. Λέει, μπορώ να το αντιμετωπίσω αυτό, επειδή ο Θεός είναι μαζί μου, και όχι με το μέρος της αρρώστιας ή του δυστυχήματος. Μπορώ να το αντιμετωπίσω αυτό επειδή ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μου και όχι στο πλευρό των εγωιστών, των ανθρώπων που ψεύδονται και πικραίνουν τη ζωή μου.

Σε ένα παρόμοιο εδάφιο στη Βίβλο (Έξοδος, 3, 6-14), ο Θεός φανερώνεται στον Μωυσή σαν Φλεγόμενη Βάτος και του λέει να πάει στον Φαραώ και να απαιτήσει να ελευθερωθούν όλοι οι Εβραίοι σκλάβοι. Ο Μωυσής απαντά ρωτώντας τον Θεό, «Ποιο είναι το όνομά σου; Όταν εμφανιστώ στον Φαραώ και στους Ισραηλίτες και τους πω ότι με έστειλες Εσύ, και με ρωτήσουν ποιος είσαι, ποιος να τους πω ότι είσαι;» Με την πρώτη ανάγνωση, η ερώτηση φαίνεται παράξενη. (Θεός: Μωυσή, είμαι ο Θεός των πατέρων σου. Θέλω να αλλάξεις την πορεία της ανθρωπότητας πηγαίνοντας στον Φαραώ και απαιτώντας να ελευθερώσει τους σκλάβους. Μωυσής: Συγγνώμη, πώς είπες ότι σε λένε;) Πρέπει να κατανοήσουμε ότι στα χρόνια της Βίβλου, το όνομά σου σήμαινε πολλά περισσότερα από μια απλή αναγνώριση. Ήταν η ουσία σου. Όριζε το τι ήσουν και το τι σήμαινες. Ο Μωυσής ρωτάει τον Θεό, τι είδους Θεός είσαι; Υπήρχαν οι θεοί της γονιμότητας, οι θεοί του πολέμου, οι θεοί του θερισμού. Τι είδους θεός είσαι; Ο Θεός του απαντάει με τρεις τρόπους, που δεν μπορούν να αποδοθούν με μια μετάφραση, Ehyeh, asher ehyeh, αλλά αποδίδονται με τα «είμαι αυτός που είμαι» ή «θα είμαι αυτός που θα είμαι». Οι θεολόγοι, που υποθέτουν ότι όταν ο Θεός μιλά, μιλά θεολογικά, αποδίδουν αυτές τις λέξεις με τη φράση «Εγώ είμαι αυτός που υπάρχει (Ἐγώ εἰμὶ ὁ ὤν)». Άλλοι θεωρούν ότι ο Θεός λέει «Αυτό που εγώ είμαι, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εσύ μπορείς να καταλάβεις». Προσωπικά, πάντοτε με είλκυε η ερμηνεία που συνδέει την απάντηση στον Μωυσή με τη χρήση της λέξης «Ehyeh» δύο στίχους πιο πριν, όταν λέει στον Μωυσή, «όταν πας στον Φαραώ, Εγώ θα είμαι μαζί σου». Για μένα, αυτό είναι το όνομα του Θεού, η ουσία της ύπαρξής Του. Ο Θεός είναι Εκείνος που βρίσκεται μαζί μας, όταν έχουμε να κάνουμε κάτι δυσκολοκατόρθωτο. Ο Θεός είναι Εκείνος που βρίσκεται δίπλα μας, όταν αισθανόμαστε ότι ο κόσμος μας έχει εγκαταλείψει. Είναι Αυτός που βρίσκεται δίπλα μας, όταν αισθανόμαστε ότι περπατούμε μόνοι μας στην κοιλάδα της σκιάς.

Είναι αρκετή η πίστη ότι ο Θεός είναι δίπλα μας για να διώξει τον φόβο; Πιστεύω ότι είναι, όπως ακριβώς είναι αρκετό λίγο φως σε ένα σκοτεινό δωμάτιο για να διώξει τον φόβο μας. Ένα παιδί ξυπνάει στη μέση της νύχτας σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο. Είναι τρομαγμένο από τους θορύβους που ακούει έξω, από τα τριξίματα στους τοίχους του σπιτιού, από το χτύπημα των παραθύρων. Αλλά, εάν υπάρχει λιγοστό φως στο δωμάτιό του, αρκετό για να μειώσει το απόλυτο σκοτάδι, δεν φοβάται πια. Αν φωνάξει, η μητέρα του ή ο πατέρας του το διαβεβαιώνουν, «όλα είναι καλά, είμαστε εδώ, δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτα», και αυτό μπορεί να διώξει τον φόβο του παιδιού.

Με τον ίδιο τρόπο, όταν βρεθούμε στον βάλτο του συναισθηματικού σκοταδιού, όταν γεγονότα και άνθρωποι συνωμοτούν για να γεμίσουν τη ζωή μας με οδύνη, απαιτείται μόνο μια μικρή αχτίδα φωτός για να κάνει το σκοτάδι υποφερτό. Ο δάσκαλός μου, ο Αβραάμ Τζόσουα Χέσελ έγραψε κάποτε, «Σκοτάδι για μένα είναι ένας κόσμος στον οποίο δεν γνωρίζω αν ο Θεός με ακούει όταν κλαίω». Δεν περιμένει από τον Θεό να αλλάξει τα πράγματα, να αφανίσει το κακό, να εξαφανίσει τα προβλήματά του. Είναι αρκετό γι’ αυτόν να πιστέψει ότι ο Θεός βρίσκεται ο εκεί γι’ αυτόν. Γνωρίζει ότι δεν είναι μόνος. Ξέρει ότι ο Θεός δεν τον έχει ανακαλύψει.

Τώρα ίσως καταλάβουμε γιατί αυτός ο Ψαλμός, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, μιλάει στην καρδιά μας. Τα λόγια «οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ» είναι η πιο σαφής απάντηση στο ερώτημα, γιατί το κακό συμβαίνει σε καλούς ανθρώπους. Ο Θεός δεν εξηγεί. Ο Θεός παρηγορεί.

Έτσι, ο Ψαλμωδός μας λέει, όταν το κακό συμβαίνει σε μας, η πρόκληση δεν είναι το να εξηγήσεις για συνέβη, να το δικαιολογήσεις, ή, ακόμη, και να το αποδεχτείς. Η πρόκληση είναι να επιβιώσεις και να συνεχίσεις να ζεις. Και το κλειδί για την επιβίωσή μας είναι ότι όταν το κακό συμβαίνει, ο Θεός είναι με το μέρος μας. Η αρρώστια και το δυστύχημα, δεν είναι κάτι που θέλει ο Θεός. Όταν επιλέγουμε να επιβεβαιώσουμε τη ζωή στο πρόσωπο της απώλειας, να επιβεβαιώσουμε την καλοσύνη στο πρόσωπο του κακού, είμαστε με το μέρος του Θεού. Εκείνος είναι μαζί μας και εμείς μαζί του, και το μέλλον δεν μας φοβίζει.


*Το ένατο κεφάλαιο από το βιβλίο του Harold Kushner, The Lord is my Shepherd. Healing Wisdom of the Twenty-third Psalm,  μετάφραση Γιάννης Πλεξίδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου